- προβουλεία
- προβουλ-εία, ἡ,A office of πρόβουλος, Papers of Amer. Sch.at Athens 3 No.428 (Asia Minor).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβουλεία — ἡ, Α [προβουλεύω] το αξίωμα τού προβούλου … Dictionary of Greek